- επουλίδα
- η (AM ἐπουλίς, -ίδος)φλεγμονώδης εξόγκωση τών ούλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ουλ-ίς (< ού-λον + υποκορ. κατάλ. -ις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπουλίδα — ἐπουλίς growth on the gum fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)